- ἀσπιδοπηγός
- ἀσπιδοπηγόςshield-makermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασπιδοπηγός — ἀσπιδοπηγός, ο (Α) αυτός που κατασκευάζει ασπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς ( ίδος) + πηγός < πήγνυμι] … Dictionary of Greek
ἀσπιδοπηγοί — ἀσπιδοπηγός shield maker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek
ασπιδοπηγείον — ἀσπιδοπηγεῑον, το (Α) [ασπιδοπηγός] το εργαστήριο κατασκευής ασπίδων … Dictionary of Greek